Interview_Emmanuel Finkiel

Εμμανουέλ Φινκιέλ: “Η σκηνοθεσία είναι χειρουργική επέμβαση”

«Θα μιλήσουμε για σινεμά;», ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ο Emmanuel Finkiel όταν γνωριστήκαμε στην αυλή του Γαλλικού Ινστιτούτου, με αφορμή τη νέα του ταινία La Douleur/Η Οδύνη (που θα δούμε αυτή την Πέμπτη 26/4 στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Weird Wave) , βασισμένη στο μυθιστόρημα της Marguerite Duras. «Πολλοί δημοσιογράφοι θέλουν να μιλήσουν μόνο για την ταινία, και ξεχνάνε πως οι ταινίες είναι απλώς μια αφορμή για να μιλήσουμε για σινεμά». Δεν χρειαζόταν καν να μου το ζητήσει. Ο ίδιος, με τις συνεργασίες –ήταν βοηθός σκηνοθέτη του Godard και του Kieslowski- αλλά και τις δημιουργίες του –ο τρόπος που σκηνοθετεί, εμπίπτει στην επιρροή της φαινομενολογίας, όπως θα λέγαμε εάν μιλούσαμε με φιλοσοφικούς όρους- συνδιάζει ένα πολύ ενδιαφέρον προφίλ συνομιλητή και χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε να μιλάμε μία ώρα, και για την ταινία, αλλά και για την τέχνη του σινεμά, όπως την έχει γνωρίσει εκείνος.

Χ.Κ.: Τι σας ενέπνευσε να μεταφέρετε στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα της Marguerite Duras;

Ε.Φ.: Η αλήθεια είναι πως μου το πρότειναν, αλλιώς σίγουρα από μόνος μου δεν θα τολμούσα να αγγίξω ένα τέτοιο βιβλίο. Βέβαια, το είχα διαβάσει νέος και με είχε αγγίξει πολύ γιατί μιλούσε για ένα γεγονός που είχα ζήσει στην οικογένειά μου, και τώρα με την ταινία το ξαναθυμήθηκα.

Χ.Κ.: Πώς έγινε η συνεργασία με το κάστ και ιδιαιτέρως με την πρωταγωνίστρια που επιλέξατε για τον ρόλο;

Το πιο σημαντικό, ακριβώς, ήταν να βρω την πρωταγωνίστρια. Η Μελανί Τιερί έπαιζε στην προηγούμενή μου ταινία αλλά δεν την είχα σκεφτεί αρχικά για τον ρόλο. Δεν σκέφτομαι ποτέ πρώτα τον ή την ηθοποιό για κάποιο ρόλο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς οι σκηνοθέτες ξεκινούν με τον ηθοποιό. Ποτέ δεν σκέφτομαι κάποιον συγκεκριμένο, αλλά φαντάζομαι το πρόσωπο που θέλω, εάν είναι ψηλός, κοντός, ξανθός, μελαχρινός. Μετά βρίσκω τον ηθοποιό που μοιάζει με την εικόνα που έχω σχηματίσει στο μυαλό μου. Έτσι, για την ταινία, κάλεσα γύρω στις 12 ηθοποιούς, από τις πιο γνωστές –που φέρνουν και χρήματα μαζί τους- μέχρι τις πιο άγνωστες. Μέσα σε αυτές ήταν και η Μελανί Τιερί, και με το που δοκίμασε τον ρόλο, ήταν απλά εκθαμβωτική. Επιπλέον, όμως, ήταν και η μόνη που είχε δουλέψει τον ρόλο, μόνη της, σπίτι της, πριν έρθει. Ενώ οι άλλες, ήρθαν σαν τις τουρίστριες. Ακόμα και πολύ σημαντικές και γνωστές ηθοποιοί. Η Τιερί ήταν ιδανική, γιατί μπόρεσε αμέσως να συνδυάσει στο ίδιο πρόσωπο δύο διαφορετικές γυναίκες. Μία παθιασμένη, η οποία θέλει να ζήσει αλλά και μία λογική, που κοιτάει μπροστά. Φανταστείτε το εξής. Είστε παντρεμένη, αλλά γνωρίσατε έναν νεαρό, και ξέρετε πως θα σας πάρει τηλέφωνο. Αλλά αγαπάτε τον άνδρα σας. Το τηλέφωνο χτυπά. Ξαφνικά μετατρέπεστε σε δύο γυναίκες. Η μία θα τρέξει να απαντήσει, ενώ η άλλη θα πει, όχι, δεν θα το κάνω. Είμαστε πάντα δύο άνθρωποι. Η Τιερί είναι ακριβώς αυτό. Μία νέα κοπέλα που μπορεί να παίξει με πάθος αλλά ταυτόχρονα έχει αυτό το βάρος της γυναίκας που έχει ζήσει πράγματα κι έχει άποψη και γούστο γι’αυτά που κάνει.

Χ.Κ. Είπατε πως δεν θα θέλατε να δείξετε την ταινία σας στην Duras εάν ζούσε. Γιατί αυτό;

Ε.Φ.: Το σινεμά της Duras είναι πολύ ριζοσπαστικό και πειραματικό, ενώ ο δικός μου τρόπος, να κάνω σινεμά δεν νομίζω πως θα έπαιρνε την έγκρισή της. Όλα εξαρτώνται από την περιγραφή. Εγώ πιστεύω πως εκείνη θα έκανε αυτή την ταινία μέσα σε ένα διαμέρισμα με μόνο τρία άτομα.

Χ.Κ.: Πώς προσεγγίζετε την τέχνη σας; Θεωρείτε πως η τέχνη είναι επικοινωνία, δική σας με την Duras για παράδειγμα; Κάτι πιο προσωπικό;

Ε.Φ.:Ένα φιλμ είναι πάντα η δουλειά ενός και μόνο ανθρώπου. Ακόμα και στην περίπτωση για παράδειγμα των αδερφών Κοέν, που αλληλοσυμπληρώνονται, όταν γυρίζουν, ένας το κάνει, αναλόγως τη στιγμή. Η σκηνοθεσία είναι σαν μία χειρουργική επέμβαση για εμένα. Ένας είναι αυτός που ανοίγει το σώμα. Δεν είναι δύο δημιουργοί που συναντιώνται. Ακόμα και στην περίπτωση του βιβλίου της Duras, δεν το μετέφερα στην μεγάλη οθόνη, όπως εκείνη το έβλεπε. Μετέφερα τη δική μου ανάγνωση και πως εγώ το βλέπω. Είμαι ένα κανάλι. Η διαδικασία μου είναι η εξής. Διαβάζω, προσέχω πολύ τι νιώθω μέσα από αυτή τη διαδικασία, προσέχω τι εικόνες που μου έρχονται διαβάζοντας και κρατώ σημειώσεις με αυτές. Δεν περνάει από την λογική και το μυαλό. Πρώτα με ενδιαφέρει το συναίσθημα. Είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί έτσι περνά και στον θεατή. Πώς νιώθει την ταινία ο θεατής. Πώς αποτυπώνεται πρώτα μέσα του.

Χ.Κ.: Η Φαινομενολογία ως παράδοση της Γαλλίας!

Ε.Φ.: Ακριβώς. Με ενδιαφέρει ακριβώς αυτό το ρεύμα. Άμα το δείτε πραγματικά στην ουσία του, την βάση της φαινομενολογίας την ξαναβρίσκουμε στον κινηματογράφο. Από τις ίδιες βάσεις ξεκινά και ο κινηματογράφος. Ξέρετε πώς πέρασα από το ένα στο άλλο; Διάβασα τον Ντελέζ, και σε ένα κείμενό του μιλούσε για τον χρόνο. Είδα λοιπόν πως μέσα στο κείμενό του υπήρχε μία λέξη που επαναλαμβανόταν συχνά. Κι αυτή ήταν η λέξη «παρόν». Στην πραγματικότητα, στον κινηματογράφο, ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν θέλουμε να διηγηθούμε, πάντοτε αναφερόμαστε στο παρόν. Ακόμα κι ένα flash-back είναι ένα παρόν τη στιγμή που συμβαίνει. Οπότε άρχισα να σκάβω μέσα στη λέξη παρόν. Καθώς έσκαβα, έφτασα στον Μπερξόν, με τον οποίο έρχεται και το κίνημα της φαινομενολογίας που εξηγεί την θέση του ‘εμείς’, στον κόσμο. Προσπαθούμε, λοιπόν, να βρούμε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Κατ’ επέκτασιν, τη θέση του σκηνοθέτη απέναντι στον κόσμο, επομένως και τη θέση του θεατή απέναντι στην οθόνη. Φαίνεται περίπλοκο αλλά στην ουσία είναι πολύ απλό.

Χ.Κ.: Παρακολουθείτε το σύγχρονο σινεμά;

Ε.Φ.: Δεν πάω σινεμά.

Χ.Κ.: Γιατί; Αυτό είναι μία αντίθεση.

Ε.Φ.: Κι όμως όχι. Έχω δει πολλές ταινίες, και πιστεύω ότι ζω στον κόσμο των ταινιών που έχω δει. Εάν κάποιος μου πει πως παίζεται μία εξαιρετική ταινία, φυσικά, θα πάω να τη δω. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, οι περισσότερες ταινίες που βλέπω δεν είναι καλές, και βαριέμαι. Ξέρετε γιατί; Γιατί οι περισσότερες ταινίες δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διηγούνται ιστορίες. Εμένα αυτό που με αγγίζει στον κινηματογράφο είναι το στυλ. Προσπαθώ να σκεφτώ κάποια πρόσφατη ταινία, που να έχει στυλ.

Χ.Κ.: Οι ταινίες του Λάνθιμου, ίσως;

Ε.Φ. Α, ναι, ο Αστακός. Το έχω δει. Αυτό είναι ένα στυλ. Είναι μία πρόταση. Αλλά όταν σκεφτόμαστε φεστιβάλ, θέλουμε να δούμε μία ωραία ταινία, την οποία την μεταχειριζόμαστε σαν ένα ωραίο αντικείμενο. Αλλά όταν δείτε την ιστορία του φεστιβάλ Καννών, τελικά εκείνο δεν το χαρακτήρισαν οι ταινίες που έφερε και ήταν όμορφες, αλλά εκείνες που είχαν στυλ, από πολύ ιδιαίτερους και μοναδικούς στο είδος τους σκηνοθέτες, οι οποίοι είχαν να κάνουν μία νέα πρόταση. Βλέπουμε όμως πως υπάρχει μία προοδευτική παρακμή στο σινεμά, που ακολουθεί αυτή της κοινωνίας. Πλέον μας ενδιαφέρουν τα εμπορικά θέματα, που θα αρέσουν και στους χορηγούς. Αυτό δεν είναι σινεμά.

Χ.Κ.: Είναι το σινεμά πολιτική για εσάς;

Ε.Φ.: Όταν είναι καλό, ναι. Γιατί πρέπει πρώτα από όλα να ξεκινά μία συζήτηση. Να παρουσιάζει τη θέση ενός σκηνοθέτη. Συχνά σκεφτόμαστε πως όταν μία ταινία μιλά για πολιτική, τότε σίγουρα ο σκηνοθέτης είναι στρατευμένος σε κάποια πολιτική γραμμή. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν έχει σημασία το θέμα, αλλά το στυλ και ο τρόπος που θα παρουσιάσει ο σκηνοθέτης κάτι, για να γίνει πολιτικό. Για παράδειγμα, ο Γκοντάρ είναι ένας κινηματογραφιστής που κάνει πολιτικό σινεμά, ακόμα κι όταν το έργο του είναι για την αγάπη. Κάθε φορά που κάνει μία ταινία, κάνει μία κινηματογραφική επανάσταση.

Χ.Κ.: Μιας και αναφέρατε τον Γκοντάρ, ήθελα να σας ρωτήσω σε τι βαθμό σας επηρέασε.

Άμα αρχίσουμε να μιλάμε για τον Γκοντάρ, θα χάσω το αεροπλάνο! (γέλια) Ο Γκοντάρ είναι ο πιο σημαντικός σκηνοθέτης που έχω συναντήσει ποτέ μου. Αυτός μου είπε τα πιο βασικά πράγματα, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να μου κάνει μάθημα. Έμαθα από αυτόν, βλέποντάς τον να δουλεύει, αλλά και από όταν με μάλωνε. Είναι πολύ σκληρός αλλά με έμαθε να βλέπω το φως. Για εμένα το σινεμά, παγκοσμίως, αλλά και το Γαλλικό, προέκυψε από τον κινηματογράφο στα στούντιο. Το στούντιο επέβαλε κάποιους κινηματογραφικούς τρόπους γραφής. Πρακτικά, επέβαλε κάποιους τρόπους και στυλ αφήγησης, για κάποιους πολύ συγκεκριμένους και πρακτικούς λόγους, όπως για παράδειγμα τη μοναδικότητα του τόπου. Αυτό έφτιαξε το σινεμά. Ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι που δουλεύουν στο σινεμά, λειτουργούν με κανόνες στούντιο, ακόμα κι αν δεν βρίσκονται σε ένα στούντιο. Όταν είμαστε σε στούντιο, η πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία, δεν υπάρχει. Το φως δεν έχει σημασία, γιατί είναι κι αυτό ψεύτικο. Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που ακόμα λειτουργούν έτσι. Ακόμα κι όταν φεύγουν από το στούντιο, κλείνουν τα μάτια και δνε θέλουν να δουν το απέξω. Στην ιστορία του σινεμά, εμφανίστηκε το Νέο Κύμα (Nouvelle Vague), που τι έκανε; Έβγαλε τον κινηματογράφο από τα στούντιο, έξω. Όταν πήγα να βρω τον Γκοντάρ στην Ελβετία, πήγα κι εγώ με αυτή την αντίληψη. Με κλειστά μάτια, λες και ήμουν ακόμα μέσα σε στούντιο. Και ο Γκοντάρ με έμαθε να βλέπω και να φτιάξω τη σκηνοθεσία, με αυτόν τον τρόπο. Κάποια στιγμή, μέναμε σε ένα χωριό της Ελβετίας, και εκεί υπήρχε ένα δέντρο. Κάθε μέρα περνούσαμε από το δέντρο, και μία μέρα έπρεπε να κάνουμε μία σκηνή στο δέντρο. Ο Γκοντάρ έχει ήδη το κάδρο, γιατί ξέρει ποια στιγμή της μέρας είναι καλό το φως για το πλάνο.

Χ.Κ.: Από εκεί ξεκινά το δικό σας στυλ κινηματογράφησης;  

Ε.Φ.: Ξεκινάω να γυρίζω και άμεσα μετακινώ τους ηθοποιούς. Δεν σταματάω να γυρνάω, όμως, γιατί δεν μου αρέσει η λογική της επανάληψης. Να λέω, δηλαδή, συνέχεια να επαναλαμβάνουμε τις σκηνές και ξαφνικά να ζητάω από τους ηθοποιούς να κάνουν το ίδιο πράγμα. Σαν να παίρνεις μία μπριζόλα, να την ψήνεις και να την κρατάς στην άκρη και την ώρα του γυρίσματος να την βάζεις στον φούρνο μικροκυμάτων να ξαναζεσταθεί. Έτσι είναι ο τρόπος υποκριτικής του «πάμε ξανά την ίδια σκηνή». Η κάμερα γράφει εδώ και τώρα. Μπορείτε να ετοιμάσετε πρώτα τα πάντα και να αντιμετωπίσετε την κάθε σκηνή σαν μία περφόρμανς, όπου η καλλιτεχνική κίνηση συμβαίνει τώρα κι εμείς το γράφουμε.

Χ.Κ.: Μα δεν έτυχε ποτέ να γυρίσετε μία σκηνή και να πείτε πως κάτι δεν μου αρέσει εδώ;

Ε.Φ.: Ναι, αμέ. Αλλά κάθε φορά που την κάνω, μπορεί να μετακινήσω πράγματα, να αλλάξω κάποια, αναλόγως με το τι βλέπω και ξαναβλέπω. Δεν σημαίνει πως αυτό είναι κόπια. Δεν θέλω να συνηθίζει ο ηθοποιός μία κατάσταση. Όταν έχει συνηθίσει κάποιος μία κατάσταση δεν είναι το ίδιο αυθεντικός. Ας πούμε χτυπάει το τηλέφωνο και εσείς το ξέρετε. Εγώ ξέρω όμως πως επειδή ακριβώς περιμένετε πως θα χτυπήσει, το βλέμμα σας θα πάει σε αυτό πριν καν χτυπήσει, επειδή έχετε επαναλάβει πολλές φορές τη σκηνή. Άμα όμως πω, κοίτα το μπουκάλι, εσείς θα το κοιτάξετε, και η εστίασή σας θα πάει εκεί. Αλλά ξαφνικά θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Και η σκηνή θα είναι πιο αυθεντική. Είναι σαν να κλέβω σε αυτό το παιχνίδι. Ξέρω πώς θέλω να είναι η σκηνή, ξέρω πώς θα αντιδράσετε αλλά κάνω κάτι άλλο για να αλλάξω την αντίδρασή σας, που περιμένω πως θα έχετε και συνήθως το πετυχαίνω.

Χ.Κ.: Εφαρμόζετε και την τεχνική του Woody Allen, που δεν δίνει συχνά ολόκληρο το σενάριο να διαβαστεί από τους ηθοποιούς, για να είναι πιο άμεσες οι αντιδράσεις τους;

Ε.Φ.: Όχι, εγώ δεν το κάνω αυτό. Θέλω να έχουν όλοι οι ηθοποιοί μία εποπτεία του τι θα συμβεί στο σενάριο.

Χ.Κ.: Σας ενδιαφέρει να χρησιμοποιείτε νέες τεχνολογίες στις ταινίες σας;

Ε.Φ.: Εξαρτάται για τι χρήση μιλάμε. Εάν είναι για να ξοδέψω 500 χιλιάδες ευρώ και να αλλάξω απλά το πρόσωπο μίας ηθοποιού, όχι δεν με ενδιαφέρει. Εάν ξέρατε μέσα στα συμβόλαια των ηθοποιών το ποσό που περιλαμβάνεται και αφορά τις τεχνολογικές παρεμβάσεις, θα παθαίνατε πλάκα. Όμως, ας πούμε, στην ταινία επενέβησα τεχνολογικά, στις σκηνές που έπρεπε να δείξω τα σώματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά αυτό ήταν περιορισμένο. Κάτι άλλο που δεν μου αρέσει είναι η έννοια της μουσικής για ταινία, του score. Θέλω να έχει μία ανεξάρτητη προσωπικότητα. Στην ταινία χρησιμοποίησα δύο συνθέτες, σύγχρονους θα τους πούμε αν και πεθαμένοι. Ο ένας ήταν ο György Ligeti, έχει κάνει πολύ γνωστή μουσική, που ακούγεται και στην Οδύσσεια του Διαστήματος, και ένα πολύ μίνιμαλ κονσέρτο, που ανακατεύουμε με τον ήχο, που αντιπροσωπεύει κατά κάποιον τρόπο τη λεπτή σιλουέτα της Μελανί.

Χ.Κ. Σας ευχαριστώ πολύ. Περιμένω τις επόμενες δημιουργίες σας.

Ε.Φ.: Κι εγώ το ίδιο περιμένω! Είναι πολύ αγχωτικό. Μου το έχουν πει και άλλοι σκηνοθέτες και το πιστεύω κι εγώ, πως το θέμα σε διαλέγει. Όχι εσύ εκείνο. Ακούς διάφορα, κάνεις συνειρμούς, και μία μέρα ξαφνικά σου έρχεται. Αλλά δεν μπορείς στο μεταξύ να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια! Αλλά να, έτσι κάθεσαι. Διαβάζω πολύ, μου στέλνουν συνέχεια σενάρια, αλλά μου στέλνουν ιστορίες να δω. Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρουν οι ιστορίες. Με ενδιαφέρει το στυλ! Η διήγηση της Duras είναι πολύ δυνατή, αλλά είναι πολύ ποιο δυνατή η φόρμα της. Την τρέλα μας την περνά με το στυλ, με την επανάληψη. Πάντα έτσι λοιπόν ψάχνω την νέα ιστορία.

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο moveitmag.gr.

© 2024 Christina Kal*