INTERVIEW_ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΡΛΟΟΥ

Δημήτρης Τάρλοου: Το θέατρο στην Αθήνα είναι ζωντανό

Το θεατρικό «σπίτι» του Δημήτρη Τάρλοου ονομάζεται Πορεία. Στο ζεστό θέατρο Πορεία, λοιπόν, ορίστηκε το ραντεβού μας ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα. Ένας προσιτός επαγγελματίας και συνάμα ένας εξέχων άνθρωπος του καλλιτεχνικού χώρου, που έχει δραστηριοποιηθεί στον τομέα των τεχνών ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής. Η τελευταία του δουλειά ακούει στο όνομα «Ευρυδίκη» , η οποία μάλιστα απέσπασε πρόσφατα 4 βραβεία στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2013, και έχοντας ως εφαλτήριο εκείνη μιλήσαμε για γνωστά, αλλά και άγνωστα κομμάτια του ίδιου, της Ελλάδας και γενικότερα της ζωής…

Τώρα, ας μιλήσουμε για την Ευρυδίκη. Πώς νιώσατε όταν απέσπασε τέσσερα βραβεία στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2013 και γενικότερα την αγάπη και την αποδοχή του κόσμου; Έχοντας κι εγώ η ίδια δει την παράσταση, ήταν φανερά καλοδουλεμένη, και σε συνδυασμό με τη μουσική της, ήταν μια πολύ συναισθηματική παραγωγή.

Καταρχάς, πιάνομαι από το τελευταίο που είπες, συναισθηματική πρέπει να είναι για τους θεατές με την έννοια της συμμετοχής, όχι της αποξένωσης. Ή ακόμη και η αποξένωση, πρέπει να γεννάει συναισθήματα. Ακόμη και η ψυχρότητα πρέπει να γεννάει συναισθήματα. Και ο τρόμος συναίσθημα είναι. Άρα, συναισθηματική παράσταση είναι η παράσταση που γεννάει στο κοινό συναισθήματα, όχι στους ηθοποιούς. Το δεύτερο που με ρώτησες ήταν τί συναισθήματα γέννησε η βράβευσή της. Συναισθήματα ικανοποίησης και χαράς για τη βράβευση. Όμως δεν τα παίρνω υπερβολικά στα σοβαρά τα βραβεία, αλλά μάλλον τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια. Τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου, όσο τα λαμβάνω… Δηλαδή, είναι μια ικανοποίηση της ματαιοδοξίας μας και, ταυτοχρόνως, την επόμενη μέρα δεν πρέπει να υπάρχουν καν. Τοποθετούνται στη βιβλιοθήκη και τα κοιτάς. Και μετά τα βάζεις στην αποθήκη και μετά δεν τα βάζεις πουθενά. Δηλαδή, θέλω να πω, δεν σημαίνουν τίποτα τα βραβεία. Η ζωή μας είναι τόσο ενδιαφέρουσα και ταυτοχρόνως επίπονη μέσα στο θέατρο, που πρέπει την επόμενη μέρα να δουλέψουμε σαν να μην υπήρξε ποτέ κανένα βραβείο. Απ’ την άλλη όμως, δεν μπορώ να αγνοήσω πως το θέατρο Πορεία ανεβαίνει και μεγαλώνει, και γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον και πλατύ. Συνεργάζεται με όλο και πιο ενδιαφέροντες καλλιτέχνες, γιατί το σχήμα δεν είναι προσωποπαγές. Δεν σκηνοθετώ μόνο εγώ, σκηνοθετούν και άλλοι άνθρωποι και θα σκηνοθετήσουν ακόμη περισσότεροι. Εμένα αυτό με ενδιαφέρει, να μπαίνει κόσμος στο θέατρο. Ο κόσμος αυτός να φεύγει έχοντας πλουτίσει και λέγοντας στον διπλανό του ότι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον θέατρο. Δεν είναι ένα θέατρο βαρετό. Δεν είναι ένα θέατρο που πήγες και είδες μία ακόμη παράσταση. Αυτό είναι το κυριότερο και η μεγαλύτερη ικανοποίηση που προσφέρει ένα βραβείο που, ας υποθέσουμε, προέρχεται από το κοινό.

Η Ευρυδίκη μέχρι πότε θα παίζεται;

Η Ευρυδίκη παίζεται μέχρι 30 Νοεμβρίου κανονικά, από Τετάρτη έως Κυριακή και μετά μπαίνει σε ρεπερτόριο. Δηλαδή θα παίζεται εναλλάξ με τις «Παραλλαγές Θανάτου» που σκηνοθετεί ο Γιάννης ο Χουβαρδάς, κι έτσι θα έχουμε τρεις παραστάσεις την εβδομάδα, της Ευρυδίκης και πέντε των Παραλλαγών Θανάτου. Θα τελειώσει στις 9 Φεβρουαρίου, όπως είναι προγραμματισμένο.

Σχετικά με το θέατρο στην Ελλάδα, ποιά είναι η γνώμη σας για τους νέους που θέλουν να σπουδάσουν ηθοποιία και φεύγουν στο εξωτερικό; Έχω πολλούς γνωστούς που έχουν πάει σε πόλεις όπως το Λονδίνο για τις ανάλογες σπουδές. Οι νέοι ηθοποιοί, ή και οι παλιοί ηθοποιοί, έχουν τις ίδιες ευκαιρίες έξω με αυτές που έχουν στην Ελλάδα;

Το θέατρο έξω από την Ελλάδα είναι και καλό και κακό και μέτριο. Έχω δει όλων των ειδών τις παραστάσεις. Δεν μπορώ να πω πως, εάν πάει κανείς στο Λονδίνο, θα ευτυχήσει περισσότερο από όσο στην Αθήνα. Δεν έχω αυτή την εικόνα, καθόλου. Δεν την έχω γιατί δεν είναι έτσι. Το θέατρο στην Αγγλία, και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, είναι κολλημένο σε άλλες δεκαετίες. Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον, πολύ πιο νεωτεριστικό και ζωντανό το θέατρο στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι ένα καζάνι που βράζει. Δεν έχει μόνο καλά προϊόντα… Το πανέρι έχει απ’ όλα! Έχει ορισμένα εξαιρετικά, έχει και πολλά μέτρια και πολλά άτεχνα, αλλά σίγουρα έχει περισσότερο ενδιαφέρον ακόμη και το ίδιο το δραματολόγιο. Αν δει κανείς τί ανεβαίνει στην Αθήνα και τί ανεβαίνει στο Λονδίνο, έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον αυτό που ανεβαίνει στην Αθήνα από εκείνο του Λονδίνου.

Mιας και μου αναφέρατε τον θεατρικό πλουραλισμό της Αθήνας, είστε υπέρ του να υπάρχουν τόσα πολλά θέατρα και να είναι τόσο πολλές οι επιλογές των παραστάσεων;

Αυτό δεν νομίζω ότι είναι σωστό ερώτημα και θα σου απαντήσω αμέσως γιατί. Είναι σαν να ρωτάει κάποιος «Είναι σωστό που υπάρχουν τόσα super market στην Αθήνα;» «Είναι σωστό που υπάρχουν τόσα πορνεία στην Αθήνα;». Εάν υπάρχει ζήτηση; Δηλαδή, τί θα κάνουμε; Θα κάνουμε τους τροχονόμους του θεάτρου και θα πούμε πως δεν πρέπει να ανεβαίνουν τόσες παραστάσεις; Η αγορά, στην ελεύθερη τουλάχιστον κοινωνία και οικονομία κι όχι στον κομμουνισμό ή στη δικτατορία, ή όπου αλλού υπάρχει περιορισμός, είναι αυτορυθμιζόμενη αγορά. Δηλαδή, εάν υπάρχει ανάγκη για 600 παραστάσεις και μπορούν να επιβιώσουν, τότε ανεβαίνουν. Εάν υπάρχει ανάγκη για 100, πάλι αυτορυθμίζεται η αγορά. Δεν μπορούμε να πούμε λοιπόν, «ας μην ανοίξουν άλλα περίπτερα». Το κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει σε τέτοιου είδους πράγματα, ή στο αν θα τρώμε κινέζικο φαγητό ή ελληνικό. Όλα πρέπει να υπάρχουν. Εάν κάποιος προτιμάει να τρώει γιαπωνέζικο, και όχι κινέζικο φαγητό, δεν μπορεί κανείς να παρέμβει σε αυτό. Άρα, το ερώτημα δεν έχει νόημα. Το ερώτημα είναι πώς γίνεται το θέατρο. Αν υπάρχουν σωστοί κανόνες γι’ αυτούς που εργάζονται και γι ‘αυτούς που μένουν στα θέατρα. Αυτό είναι ένα πραγματικό ερώτημα. Υπάρχουν σωστοί κανόνες γι’ αυτούς που εργάζονται στο θέατρο; Όχι, δεν υπάρχουν. Από την άλλη, είναι τέτοια η κατάσταση και τέτοια η ανεργία και η οικονομική φτώχεια, που πολλές φορές αναρωτιέσαι, είναι καλύτερο να μην δουλεύει πουθενά ένας ηθοποιός ή να κάνει μια ομάδα με πέντε ανθρώπους και να πάνε σε έναν επιχειρηματία να πληρώνονται με τρεις κι εξήντα για να κάνουν αυτό που γουστάρουν; Δεν έχω έτοιμη απάντησε σε αυτό. Σε αυτό που έχω σίγουρα απάντηση, είναι ότι δεν πρέπει να μπαίνουν θεατές σε χώρους που είναι επικίνδυνοι. Δεν πρέπει να είναι επικίνδυνοι οι χώροι, είτε είναι νεωτεριστικές παραστάσεις, είτε είναι του εμπορικού. Μπορεί να είναι περίεργοι, μπορεί να είναι βαγόνια του μετρό, μπορεί να είναι αποχωρητήρια, αλλά πρέπει να είναι ασφαλείς για το κοινό.

Εσείς, καθ’ όλη την καλλιτεχνική σας πορεία, κοιτάζατε και κοιτάζετε ποτέ πίσω σας, να δείτε πού ήσασταν και πού φτάσατε; Ή είστε άνθρωπος που κοιτάζει μονάχα μπροστά;

Αυτό νομίζω πως έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή. Κοντοστέκεσαι για μια στιγμή, κοιτάζεις πίσω σου να δεις τι έχεις κάνει και μετά γυρίζεις πάλι μπροστά και προχωράς. Αλλά είναι μια στιγμή αυτό που κοιτάς πίσω σου, δεν είναι μια ώρα. Σκέφτεσαι πέντε πράγματα για το πού θέλεις να πας, και συνεχίζεις αμέσως.

Από όλους τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει, υπάρχει κάποιος ή κάποιοι που να τους έχετε ξεχωρίσει γιατί σας έχουν αγγίξει πραγματικά;

Ναι, έχω ξεχωρίσει υποκριτικά τον Μπομπ στον Αμερικάνικο Βούβαλο, το 1992 στο Εμπρός με τον Καταλειφό, και τον Κέντρο που ήταν μια παράσταση που εσύ προφανώς δεν θα θυμάσαι γιατί ήσουν πολύ μικρή, το Κτήνος στο Φεγγάρι με την Κουλίεβα, η Φρεναπάτη επίσης είναι ένα έργο που μου έχει μείνει από το 2000, σε σκηνοθεσία Λιβαθινού.

Τι κάνει για εσάς κάποιον ικανό ηθοποιό;

Γενικά ικανό καλλιτέχνη, αλλά περισσότερο ικανό ηθοποιό, τον κάνει, νομίζω, η ικανότητά του να έχει ένα παντελώς αθώο βλέμμα. Δηλαδή, το βλέμμα του ηθοποιού πρέπει να είναι ανυπεράσπιστο. Όσο πιο ανυπεράσπιστος είναι πάνω στη σκηνή, τόσο πιο ενδιαφέρων. Η τεχνική δεν βοηθάει στο να γίνεις ενδιαφέρων. Βοηθά στο να αντεπεξέλθεις πάνω στη σκηνή. Ενδιαφέρων και συγκινητικός για τους άλλους μπορείς να γίνεις μόνο όταν δεν έχεις άμυνες. Όταν δεν έχεις τις άμυνες του μέσου ανθρώπου που κυκλοφορεί στο δρόμο, που είναι συνοφρυωμένος, κλειστός, προστατεύεται από τη γύρω του εχθρότητα. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι αθώος. Κι αυτό είναι επίπονο. Η δουλειά είναι επίπονη κι όσοι εργάζονται στο θέατρο πρέπει να το γνωρίζουν αυτό. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι της ηλικίας σου έχουν μία ψευδαίσθηση –και σε αυτό είμαι πάρα πολύ αυστηρός- ότι το θέατρο είναι μια τέχνη στην οποία ο καθένας μπορεί να πειραματίζεται όπως του καπνίσει. Δεν ισχύει αυτό. Αυτή η ψευδαίσθηση υπάρχει, καθώς η Παιδεία είναι ελλιπής στην Ελλάδα, άρα οι ηθοποιοί βγαίνουν όπως μπήκαν και πολλές φορές χειρότεροι από όταν μπήκαν. Το επάγγελμα είναι ψυχικά πολύ επίπονο.

Πώς βλέπετε το μέλλον του πολιτισμού στην Ελλάδα;

Εάν δεν έχω μία ελπίδα, τότε δεν μπορώ να δουλέψω. Πρέπει, λοιπόν, να έχω μία –έστω ψευδή- ελπίδα ότι κάποια στιγμή δεν θα διοικούμαστε από ανθρώπους οι οποίοι έχουν τον πολιτισμό γραμμένο στα παλιά τους τα παπούτσια. Οποιουδήποτε κόμματος, έτσι; Δεν ξεχωρίζω καθόλου κόμματα, γιατί έτσι κι αλλιώς, όλα τα κόμματα αυτή τη στιγμή ανεξαρτήτως του Συνταγματικού και μη τόξου, τον πολιτισμό τον έχουν κυριολεκτικά τσαλαπατημένο. Με αποτέλεσμα, Υπουργός Πολιτισμού να μπαίνει κάποιος τον οποίο θέλει να εκδικηθεί ο πρωθυπουργός, κι όχι κάποιος που θέλει να τιμήσει. Μου μετέφεραν ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, ο Παναγιωτόπουλος, όταν έμαθε πως τοποθετείται εκεί, είπε «Ωχ!». Δηλαδή, ότι τον βάζει σε ένα υπουργείο το οποίο δεν έχει καμία απολύτως αξία, για να τον εκδικηθεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Για να μην αναφέρω και τα γούστα των κυβερνώντων στο τί είναι Τέχνη. Όταν το ίδιο το πρωθυπουργικό περιβάλλον και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, έτσι όπως γίνεται και καλώς ή κακώς βραβεύεται σε διάφορα φεστιβάλ για διάφορους σκηνοθέτες, από τον Λάνθιμο μέχρι τον Αβρανά και πολλούς ακόμα από το νέο κύμα των Ελλήνων κινηματογραφιστών, αντιτάσσουν πως το σημαντικό είναι ο Σμαραγδής, τότε σταματάει κάθε συζήτηση. Κάθε συζήτηση είναι περιττή. Γιατί το ίδιο πιστεύουν και για το θέατρο.

Ωστόσο, πιστεύω πραγματικά πως το πολιτικό προσωπικό ψυχορραγεί συνολικά σαν σύστημα και γι’ αυτό είμαστε τόσο σαστισμένοι και σε τόσο δύσκολη κατάσταση, γιατί πραγματικά δεν υπάρχει πολιτικό προσωπικό ικανό να διαχειριστεί, όχι μόνο την οικονομική συγκυρία, αλλά τις τύχες της χώρας σε επίπεδο πνευματικό. Υπάρχει πνευματικό έλλειμμα. Είναι σαφές αυτό εάν δει κανείς τους 300 βουλευτές, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μπορεί να σηκώσει στους ώμους του αυτό το βάρος, όπως θα μπορούσανε πάρα πολλοί από προηγούμενες Βουλές, ακόμη και πριν από 20 χρόνια. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Άρα βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μιας καινούργιας κατάστασης, η οποία δεν ξέρω ποιά θα είναι και σίγουρα θα υπάρξει, είτε μετά από εμάς είτε όσο ζούμε, αλλά σίγουρα θα είναι άνθρωποι πιο άξιοι να διαχειριστούν τις τύχες της χώρας.

Η κρίση έχει φέρει τους ανθρώπους στις θεατρικές σκηνές ή τους έχει διώξει;

Η κρίση φέρνει τους ανθρώπους στην τέχνη, πάντα. Γιατί, όταν υπάρχει τέτοια φτώχεια, κυριολεκτική αλλά και τηλεοπτική –στο σπίτι είναι βραχνάς να κάθεσαι- οι νέοι άνθρωποι είναι στους δρόμους. Ο ξένος που έρχεται εδώ αναρωτιέται πού είναι η οικονομική κρίση, βλέποντας τους ανθρώπους έξω στα μπαρ, στα θέατρα, στα live, στα happenings. Έχει ανάγκη ο κόσμος να βγει. Ο Έλληνας δεν μπορεί να κάτσει μέσα. Δεν είναι Σουηδός που, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο, θα κάτσει στο τζάκι ή δεν και θα χουχουλιάζει. Ο κόσμος βγαίνει έξω, κι αυτό είναι πολύ καλό.

Και τέλος, ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Τώρα κάνω πρόβες για ένα νεοελληνικό κείμενο του Μάκη Τσίτα, που λέγεται «Μάρτυς μου ο Θεός» και είναι ένα βιβλίο που δραματοποίησε ο ίδιος και το ανεβάζω εδώ στο μπαρ, με τον Δήμο Μυλωνά στον κεντρικό ρόλο. Μετά ξεκινάμε κατευθείαν το “Blasted” της Sarah Kane, με τη Λένα Παπαληγούρα και τον Ακύλλα Καραζήση στους κεντρικούς ρόλους, για να ανεβεί τον Μάρτη, και ταυτοχρόνως τον Απρίλη ξεκινάμε πρόβες για τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, που θα ανέβει στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο flust.gr.

© 2024 Christina Kal*