Interview_ΔΑΦΝΗ ΧΑΡΙΖΑΝΗ
Δάφνη Χαριζάνη: “H τέχνη είναι πολιτική”
Μία όμορφη συζήτηση με την Ελληνογερμανίδα Δάφνη Χαριζάνη, έλαβε χώρα στο πλαίσιο του 70ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, με αφορμή την προβολή της νέας της ταινίας Im Feuer (Sisters Apart) στο φεστιβάλ. Η Χαριζάνη έχοντας γεννηθεί στην Ελλάδα, και μεγαλώσει από δέκα χρονών στη Γερμανία, είναι η πρώτη φορά που επιχειρεί μία ελληνική συνεργασία και δημιουργεί μία ταινία, που αναζητά το τι θα πει ταυτότητα, τι θα πει πατρίδα, στους δύσκολους αυτούς καιρούς σήμερα.
Πώς βρήκατε το συγκεκριμένο θέμα της ταινίας;
Είχα κάνει μια έρευνα στο γερμανικό στρατό αρκετό καιρό πριν, γιατί νόμιζα πως στο γερμανικό στρατό υπήρχαν μόνο Γερμανοί. Ύστερα κατάλαβα πως και εδώ στη Γερμανία είναι όπως και σε άλλες κοινωνίες, όπου υπάρχουν και άτομα που οι γονείς τους είναι από άλλα κράτη. Γνώρισα δύο κοπέλες, μια από το Αφγανιστάν και μία Κούρδισσα από το βόρειο Ιράκ και οι δύο τους είχαν συγκλονιστικές ιστορίες. Η κοπέλα που ήταν Κούρδισσα μου είπε πως θα πήγαινε στο Ιράκ με το γερμανικό στρατό, αυτόν της καινούργιας της πατρίδας, αλλά θα επέστρεφε στην πατρίδα των γονιών της, και μου φάνηκε πως αυτό θα μπορούσε να γίνει ένα πολύ ωραίο σύμβολο για όλα όσα ζούμε σήμερα. Έτσι άρχισαν όλα.
Η ταινία σας είναι κάπως επίκαιρη, με αφορμή αυτά που γίνονται στα σύνορα αυτή την περίοδο.
Ναι, τα έχω διαβάσει, είναι πολύ φρικτά. Όλο το βάρος πέφτει στην Ελλάδα, γιατί βρίσκεται στη μέση. Ως χώρα δεν έχει την οικονομική άνεση να βοηθήσει όλον αυτό τον κόσμο και είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση. Αυτό το λέω και εδώ, πως στην Ελλάδα δεν είναι μόνο πως δεν υπάρχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους πρόσφυγες, αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα και για τους ίδιους τους Έλληνες, και σε ένα κράτος που έχει ήδη δυσκολίες, είναι ακόμη πιο δύσκολο να απαιτείται να υπάρχουν standards για τους πρόσφυγες πιο υψηλά από αυτά που υπάρχουν ήδη για την ίδια τη χώρα.
Πού έγιναν τα γυρίσματα; Ήταν εύκολη αυτή η διαδικασία;
Στην αρχή θέλαμε να κάνουμε τα γυρίσματα στο Ιράκ. Όμως αυτό δεν γινόταν για λόγους ασφαλείας. Στο Ιράκ έκανα μονάχα γυρίσματα με έναν cameraman για δύο μέρες. Ύστερα είπαμε να πάμε στην Ιορδανία, που κάτι τέτοιο δεν μας φαινόταν τόσο δύσκολο. Αρχίσαμε να προετοιμάζουμε τα πράγματα για εκεί και πριν κάνουμε τα γυρίσματα, η ISIS έβαλε βόμβες και η Ιορδανία έκλεισε τα σύνορα. Αυτό σήμαινε για εμάς πως χάσαμε όλη τη δουλειά που βάλαμε και έπρεπε να ξεκινήσουμε ξανά από το μηδέν. Τα περισσότερα γυρίσματα έγιναν στην Ελλάδα, στην Κερατέα. Για εμάς ήταν ιδανική τοποθεσία γιατί είχε πολύ αέρα, και γενικά ήταν κάπως δύσκολη η κατάσταση εκεί, κάτι που βοήθησε όμως τους ηθοποιούς να βιώσουν καλύτερα τις σκηνές. Κάποιες σκηνές γυρίστηκαν και σε μια πλευρά του αεροδρομίου της Αθήνας. Η σκηνή όπου οι Γερμανοί στρατιώτες φτάνουν για πρώτη φορά στο Ιράκ πριν πάνε στους αντάρτες, έγινε σε ένα πάρκο στο Γαλάτσι. Όλοι το βρίσκουν φανταστικό αυτό! Τριγύρω ο κόσμος έκανε βόλτα. Αυτό που μου άρεσε ήταν ότι βρήκαμε σκηνές, που πείθουν το θεατή. Η Κερατέα μας άρεσε πολύ γιατί είχε αυτό το άγριο τοπίο και τον αέρα. Ο ήλιος ήταν πολύ έντονος και με τον cameraman μπήκαμε κυριολεκτικά μες τον ήλιο να τον τραβήξουμε λίγο παραπάνω. Συνεργάστηκα επίσης με έναν στρατηγικό σύμβουλο ώστε αν είμαστε σίγουροι πως τα κάνουμε όλα σωστά, εάν κρατάνε καλά τα όπλα τους κι εάν κινούνταν σωστά. Εκείνους τους τσέκαρε πριν ξεκινήσουμε την κάθε σκηνή.
Πώς έγινε η επιλογή του cast;
Για τη Berivan (Zübeyde Bulut) έκανα ένα πολύ μεγάλο casting call. Αυτή η κοπέλα, είχε έρθει και ήταν τρομερή. Αμέσως τη επιλέξαμε. Επιπλέον, είχα πει πως θέλω να έχω Κούρδους, αλλά στην αρχή μου είπαν από την παραγωγή πως κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο. Με όλους όσους μίλησα στην Ελλάδα με ρωτούσαν πως θα το κάνω, γιατί πολλοί δεν είχαν καν χαρτιά και πολλές φορές δεν είναι δηλωμένοι στην Ελλάδα, γιατί θέλουν να πάνε στην Ευρώπη. Μου φαίνεται ότι από περίπου 200 άτομα στο τέλος βρήκαμε τις έξι κοπέλες που παίζουν. Πολλές από αυτές που βλέπετε τριγύρω, δεν είναι ηθοποιοί. Ηθοποιοί είναι μόνο η Rojda (Almila Bagriacik), η Berivan (Zübeyde Bulut), οι δύο Γερμανοί άντρες (Christoph Letkowski, Lucas Prisor), ο Γιάννης ο Νιάρος βέβαια, αλλά όλες οι υπόλοιπες γυναίκες, που βλέπετε, ήτανε πρόσφυγες από τη Συρία ή από το Ιράκ, και καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια για να τις βρούμε και να τις πείσουμε να συμμετάσχουν στην ταινία. Κάποιες ήξεραν μάλιστα κιόλας να πολεμούν. Ήταν βέβαια αρχικά κάπως καχύποπτες για το τι κάναμε και για το εάν θα πούμε την ιστορία σωστά.
Τα γυρίσματα που κάνατε στον Σκαραμαγκά πώς ήταν;
Αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο κομμάτι. Στην αρχή μας είπαν μήπως επιτρεπόταν να κάνουμε τα γυρίσματα εκεί και μετά μία εβδομάδα πριν ξεκινήσουμε, μας είπαν πως δεν γίνεται. Κάπως φοβήθηκε και η κυβέρνηση για το πώς θα δείξουμε τους πρόσφυγες της Ελλάδας στο εξωτερικό. Αυτό ήταν ένα μεγάλο θέμα για τον Κώστα τον Λαμπρόπουλο (παραγωγός). Πήρε νομίζω τον υπουργό πάνω από 15 φορές τηλέφωνο. Μερικές μέρες πριν ξεκινήσουμε μας είπανε πως τελικά συμφωνούν. Πιο πολύ λοιπόν η παραγωγή είχε το πρόβλημα ώσπου να το κανονίσει, γιατί όταν εμείς πήγαμε εκεί, όλοι ήταν πολύ βοηθητικοί και οι υπάλληλοι εκεί επίσης. Το θετικό με την Ελλάδα ήταν ότι μπορέσαμε τελικά να κάνουμε τα γυρίσματα, γιατί εδώ στη Γερμανία δεν επιτρέπουν καθόλου κάτι αντίστοιχο. Κανένας Γερμανός σκηνοθέτης δεν κατάφερε να γυρίσει σε έναν τέτοιον χώρο σκηνές γιατί αυτά τα θέματα εδώ είναι πολύ ευαίσθητα.
Πως είναι να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα και πως στη Γερμανία;
Είναι λιγάκι διαφορετικό. Οι Γερμανοί έχουν μία άλλη τακτική. Καθένας βέβαια έχει τη δική του νοοτροπία. Άλλη φορά ήμουν στη Γαλλία και ήταν διαφορετικά, άλλη φορά ήμουν στην Ισπανία και πάλι ήταν διαφορετικά. Η δική μας η ομάδα ήταν κατά ενενήντα τοις εκατό Έλληνες, πάντως. Ήμασταν πέντε Γερμανοί και έπρεπε περισσότερο εμείς να προσαρμοστούμε. Δεν υπήρχε όμως κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Είναι απλώς η νοοτροπία αλλιώτικη. Απλώς εμείς οι Γερμανοί είμαστε στην δουλειά πολύ συνεπείς. Και οι Έλληνες βέβαια είναι αλλά κάπως αλλιώς. Εγώ ήμουν κάπου ενδιάμεσα.
Είπατε «εμείς» οι Γερμανοί…
Ναι γιατί εγώ στην Γερμανία, εδώ έκανα τα έργα μου, εδώ είμαι συνηθισμένη στη νοοτροπία, άλλο που συναισθηματικά και από την οικογένειά μου νιώθω συνδεδεμένη με την Ελλάδα. Έχω μεγαλώσει σε ελληνικό περιβάλλον και οικογένεια, δεν μεγάλωσα σε γερμανικό περιβάλλον. Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι πως εδώ σπούδασα και έχω μάθει τη δουλειά εδώ στη Γερμανία. Πριν από αυτή την ταινία, δεν είχα ποτέ σχέση με κάποια ελληνική παραγωγή. Αυτό άρχισε από τον Θανάση τον Καραθάνο. Για εμένα λοιπόν ήταν κάτι καινούριο γιατί δεν έχω δουλέψει ποτέ στην Ελλάδα.
Σκέφτεστε μήπως τώρα να επιδιώκετε να δουλεύετε πιο συχνά στην Ελλάδα;
Εάν γινόταν, ναι, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Δεν έχω καμία επιφύλαξη, αντιθέτως, μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν μια πάρα πολύ καλή εμπειρία και ήταν πολύ ωραίο το ότι όλα δουλεύουν τόσο καλά.
Έχοντας έρθει σε μία πρώτη επαφή με την Ελλάδα, θεωρείτε πως είναι οι κινηματογραφιστές πρέπει να φύγουν από τη χώρα τους για να μπορέσουν να στήσουν μια καριέρα στο χώρο;
Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω ακριβώς, αλλά θεωρώ ότι καθένας θα αποφασίσει κάτι διαφορετικό αναλόγως τι θέλει να κάνει. Δεν είναι πως στην Ελλάδα όμως δεν μπορείς να κάνεις έργα και πρέπει να φύγεις. Δεν είχα αυτή την εντύπωση τουλάχιστον σε καμία περίπτωση, από την εμπειρία μου. Όλοι όσοι ήταν στα γυρίσματα έκαναν πολύ καλή δουλειά. Σίγουρα από θέμα χρηματοδότησης είναι πολύ δύσκολο. Στη Γερμανία δεν είναι έτσι γιατί είναι μεγαλύτερη η χώρα και υπάρχουν παραπάνω ευκαιρίες. Αλλά από ότι κατάλαβα και είδα στο casting, έχετε φανταστικούς ηθοποιούς. Η ποιότητα στην Ελλάδα είναι πολύ καλή. Το παιδί ο Γιάννης ο Νιάρος, ήρθε στο σετ χωρίς να έχει προετοιμαστεί πολύ, γιατί ήταν στο θέατρο νωρίτερα, αλλά εγώ με το που τον είδα τον ήθελα γι’ αυτό τον ρόλο. Ο Γιάννης ήταν πολύ καλός ηθοποιός και αμέσως κατάλαβε τι έψαχνα. Όλοι που τον βλέπουν εδώ εντυπωσιάζονται.
Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγετε εσείς τα θέματα που ασχολείστε ποιος είναι; Σας απασχολεί ίσως κάποια συγκεκριμένη θεματική;
Όχι απαραίτητα. Το συγκεκριμένο θέμα της ταινίας ήρθε σε εμένα. Πάντοτε με ενδιέφερε, ιδίως από τότε που άρχισε η Γερμανία να συμμετέχει σε πολέμους. Πιο παλιά δεν υπήρχε κάτι τέτοιο και γενικά εδώ στη Γερμανία υπάρχει κάποια επιφύλαξη απέναντι στο στρατό. Δεν υπάρχει αντίστοιχη αίσθηση στην Ελλάδα. Σε αυτό το κομμάτι είμαι περισσότερο Ελληνίδα, γιατί έχω μάθει πως ένας στρατός μπορεί να απελευθερώσει και κόσμο. Εδώ δεν είναι έτσι τόσο πολύ, λόγω των γεγονότων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κόσμος είναι επιφυλακτικός και θέλει πιο πολύ να δείξει πως δεν είναι μέσα στο στρατό. Στην Γερμανική συνείδηση ο στρατός έχει πάντοτε να κάνει κάπως με τους ναζιστές.
Θεωρείτε πως η τέχνη είναι πολιτική;
Δεν ξέρω, για εμένα μερικές φορές ναι. Κάθε φορά που βάζεις μία κάμερα να τραβάει ένα κομμάτι της πραγματικότητας και κάθε φορά που επιλέγεις να μην τραβήξεις κάτι, είναι μια επιλογή. Για εμένα σίγουρα αυτό είναι πολιτική.
Προτιμάτε να γράφετε σενάρια ή να σκηνοθετείτε;
Προτιμώ το σκηνοθετικό κομμάτι. Σκηνοθέτης ήμουν πάντοτε. Σαν σκηνοθέτης ξεκίνησα και από φοιτήτρια που ήμουν εδώ, συμμετείχα σε μία εκπομπή για νέους σκηνοθέτες.
Όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται ολοένα και πιο έντονη η μείξη των πληθυσμών. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν, επιλέγουν να ζήσουν σε άλλες χώρες, να κάνουν οικογένειες με άτομα που δεν είναι της ίδιας εθνικότητας και γενικώς αναμειγνύονται πολύ πιο εύκολα οι πολιτιστικές ταυτότητες. Εσείς πώς βλέπετε το ότι πλέον δεν είναι τόσο αυστηρά τα όρια της κάθε εθνικότητας;
Για εμένα όλοι έχουμε μία ταυτότητα ως άνθρωποι. Την ώρα που δύο άνθρωποι συναντιούνται δεν μετράει τόσο πολύ το από πού έρχεσαι, αλλά πώς επικοινωνείς με τον άλλο. Καταλαβαίνω πως στην Ελλάδα είναι μεγάλο πρόβλημα η εισροή πληθυσμών, γιατί είναι γεωγραφικά σταυροδρόμι και καταλαβαίνω τους ανθρώπους που δυσκολεύονται με αυτό, αλλά δεν ξέρω εάν μπορούμε ως χώρα να σφραγιστούμε. Βεβαίως εξαρτάται πάντα και ποιος έρχεται. Εάν έρχεται κάποιος από την ISIS, δεν θα πρέπει να είναι φυσικά καλοδεχούμενος, αλλά παραδείγματος χάριν στο Σκαραμαγκά υπήρχε ένα μικρό κοριτσάκι 7-8 χρονών, που το είδα μόνο του μετά τα γυρίσματα. Όταν ρώτησα τι γυρεύει εκεί, μου είπαν πως ψάχνει τη μαμά της και όταν τη ρώτησα πού είναι ο μπαμπάς της, μου είπε πως τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια της. Τώρα να πεις σε αυτό τον κόσμο να μην έρθει, δεν ξέρω εάν είναι σωστό.
Από εκεί εμπνευστήκατε μία παρόμοια σκηνή στην ταινία με ένα άλλο κοριτσάκι;
Όχι εκείνο το κοριτσάκι το είδα στο Ιράκ όταν έκανα έρευνα για την ταινία. Στο δρόμο έβλεπες συνέχεια μικρά παιδιά με σακούλες που έκλειναν σαν τσάντες στους ώμους. Όταν ρώτησα πού πάνε αυτά τα παιδιά μου είπαν πως είναι από χωριά, που οι γονείς φοβούνται πως θα έρθει ξανά η ISIS και έτσι τους δίνουν 2-3 πράγματα στο χέρι και τους λένε να πάνε στους στρατιώτες, ευχόμενοι πως τα παιδιά τους τουλάχιστον θα επιζήσουν. Μίλησα με κάμποσα από αυτά τα παιδιά και από εκεί έρχεται αυτή η ιστορία με το κοριτσάκι.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο MOVE IT Magazine.