INTERVIEW_DENIS LAVANT
Denis Lavant: “Ο ηθοποιός είναι ενίοτε σχιζοφρενής και παρανοϊκός”
Ο Denis Lavant παίζει στην καινούργια ταινία του Denis Cote ‘Boris Sans Beatrice’ έναν μυστηριώδη ρόλο, υποβοηθητικό ή και τιμωρητικό –αναλόγως πώς θα το πάρει κανείς. Αυτό το πέπλο μυστηρίου όμως είναι που χαρακτηρίζει όλους τους ρόλους με τους οποίους καταπιάνεται. Ως άνθρωπος, από την άλλη, είναι τόσο ειλικρινής και αξιοθαύμαστα συγκροτημένος, που η όποια συζήτηση μαζί του αποτελεί πραγματική απόλαυση. Με μεγάλη όρεξη, μίλησε στο MOVE IT κατά τη διάρκεια της 66ης Μπερλινάλε και μας έκανε να νιώσουμε πραγματικά τι θα πει μαγεία, ποίηση, ζωή. «Χρειαζόμαστε λιγάκι παγανισμό στη σύγχρονη ζωή μας», είπε, κλείνοντας το μάτι και φορώντας το χαρακτηριστικό του καπέλο, απαντούσε για σχεδόν μία ολόκληρη ώρα στις ερωτήσεις μας. Κι αν δεν περίμεναν και επόμενοι δημοσιογράφοι, ίσως να μην τελειώναμε ποτέ..
O Denis Cote μας είπε πως ο ρόλος σας είναι κάτι σαν μια θεϊκή φιγούρα. Πώς ήταν η αίσθηση του να παίζετε έναν τέτοιο ρόλο;
Παραδόξως, τέτοιου είδους χαρακτήρες, έχουν γίνει κάτι σαν συνήθεια για εμένα. Όταν γνώρισα τον Denis Cote, συνειδητοποίησα πως έχω παίξει ξανά τέτοιου είδους ρόλους και πως μου έρχεται κάπως φυσικά να ερμηνεύω τέτοιους χαρακτήρες. Ο κύριος ‘Άγνωστος’, βέβαια, έχει μία ιδιαίτερη ακρίβεια ως ένας μυστηριώδης χαρακτήρας αλλά ταυτοχρόνως είναι και κομμάτι της καθημερινότητας. Δεν πέφτει από τον ουρανό, ξέρει την μητέρα και την κόρη του Boris, έχει μία σχέση με την καθημερινή ζωή. Άρχισα να παίξω με τέτοιους χαρακτήρες, χαρακτήρες που αποκαλύπτουν τις πραγματικότητες. Όταν ήμουν παιδί, έπαιξα στο θέατρο σε ένα παραμύθι των αδερφών Γκρίμ, στα «Καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», και εκεί υπάρχει ένα παιδί που ξαφνικά λέει «Μπαμπά! Μα ο βασιλιάς είναι γυμνός!» και αυτό ήταν πάντα για εμένα φυσικό να παίζω χαρακτήρες που αποκαλύπτουν την διπλή πτυχή της πραγματικότητας.
Πώς διαχειρίζεστε την σχιζοφρένεια του ηθοποιού; Την μεταπήδηση από την πραγματικότητα στην μυθοπλαστική χροιά του ρόλου και πίσω; Υπάρχουν ηθοποιοί που κατά μία έννοια, αποστασιοποιούνται απόλυτα από τον εαυτό τους και γίνονται ο ρόλος τους και άλλοι, που προσλαμβάνουν τον ρόλο, τον κάνουν δικό τους κι έτσι τον αποδίδουν.
Πάντα πίστευα πως υπάρχουν δύο τρόποι υποκριτικής, είτε το να ερμηνεύεις για το σινεμά, είτε για την οθόνη. Για εμένα, οι άνθρωποι που ερμηνεύουν για την οθόνη, παίρνουν τα πάντα εντός τους, στο σώμα τους με μία έννοια, αλλά οι ηθοποιοί του θεάτρου, ακολουθούν διαφορετική διαδικασία, κινούνται προς το πνεύμα του κειμένου. Η υποκριτική έχει να κάνει με την σχιζοφρένεια και την παράνοια όμως. Όταν ερμηνεύεις, ψάχνεις και κινείσαι προς το ποια είναι η αλήθεια του ανθρώπου, της ανθρώπινης παθολογίας και η ιδέα του ρόλου ως τέτοιου είναι κάτι που μειώνεται όσο περνά ο καιρός και δίνει την θέση του σε αυτό που μεταμορφώνεσαι ο ίδιος. Επιπλέον, είναι σημαντικοί οι ρόλοι που σου δίνονται να ενσαρκώσεις, αλλά και οι συναντήσεις με εξαιρετικούς σκηνοθέτες, όπως είναι ο Cote, ο Carax, ο Denis αλλά και με συναντήσεις με εξαιρετικούς συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ ή ο Μολιέρος, κι αυτό σε βοηθάει να πας μπροστά. Δεν νομίζω πως υπάρχει διαχωρισμός από τη μία ο ρόλος και από την άλλη η πραγματικότητα. Το κομμάτι σου είναι κάτι σαν ποίηση που πρέπει να συνδέεται με την ζωή, πρέπει να ταιριάζει στη ζωή και η ζωή σου δίνει την δυνατότητα να πας μπροστά στους χαρακτήρες σου και οι χαρακτήρες σου σε βοηθάνε να πας μπροστά στη ζωή.
Ο ηθοποιός στην σκηνή παίζει με όλο του το σώμα ενώ στο σινεμά έχουν μεγαλύτερη σημασία οι εκφράσεις για τον θεατή. Στις ταινίες σας όμως δίνετε μία παράσταση με όλο σας το σώμα, στην μεγάλη οθόνη. Μπορείτε να σχολιάσετε κάποια πράγματα γι’ αυτό;
Στη Γαλλία, ο κόσμος, πολύ συχνά μου λέει πως είμαι ένας physical actor, το οποίο μπορεί να κατανοηθεί σαν κάτι υποτιμητικό. Για εμένα, το να είναι κανείς ηθοποιός είναι μία σωματική διαδικασία. Με το σώμα του χτίζει τον ρόλο του. Το σώμα είναι το όργανό του που μπορεί να παίξει με αυτό με ποικίλους τρόπους, αναλόγως την παρτιτούρα που κρατά στα χέρια του, για ποιον παίζει, τι ακριβώς παίζει. Και νομίζω πως θεωρώ τον ηθοποιό σωματικό, γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου πραγματικά ηθοποιό. Στην αρχή, ήμουν χορευτής. Το πρωταρχικό μέσο έκφρασής μου ήταν εξ αρχής το σώμα μου και ήταν επίσης το μέσο από το οποίο αντλούσα την μεγαλύτερή μου απόλαυση. Ήθελα όμως να καταλάβω πώς γίνεται να δίνεις παραστάσεις και με τις λέξεις, οι οποίες σμιλεύουν συχνά το σώμα. Και μέσω πειραματισμού ξεκίνησα να ασχολούμαι και με τις λέξεις. Για εμένα όμως αυτά τα δύο μέσα είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Με κάποιον τρόπο νιώθω πως κατάφερα να δαμάσω τις λέξεις, όμως εις βάρος του σώματος. Όταν με βλέπω στην οθόνη αυτό βλέπω. Έχω καταφέρει να δαμάσω τις λέξεις, αλλά κάτι έχει χαθεί από το σώμα, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.
Η ταινία είναι ένα είδος μεταφοράς για την καναδέζικη κοινωνία. Πιστεύετε πως θα μπορούσε να ενσωματωθεί και στην σημερινή κοινωνία της Γαλλίας; Εάν μιλήσουμε ιδιαιτέρως για την αλαζονεία του Boris που δεν την συνειδητοποιεί κιόλας απόλυτα;
Ανακάλυψα την ταινία χθες και ένιωθα την κουλτούρα που δεν είναι γαλλική, που ανήκει στην άλλη άκρη του ατλαντικού ακόμα κι αν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Όμως ταυτόχρονα αυτή η ιστορία μπορεί να είναι παγκόσμια. Είσαι σε αυτή την πίσω από κλειστές πόρτες ιστορία της υψηλής κοινωνίας του Κεμπέκ αλλά το ξεπερνάει αυτό. Όταν διάβασα το σενάριο, ένιωσα μια ιδιαίτερη έλξη. Μπορούσα να συμπάσχω με αυτό και ένιωθα πως η ιστορία ήταν οικεία. Είναι σαν μια ιστορία του Σαίξπηρ που πηγαίνει από το άμεσο στο πιο γενικό.
Μας μιλήσατε ήδη λίγο για την αρχή της καριέρας και την συνεργασία σας με τον Καράξ. Τι πιστεύετε για τις ταινίες που κάνατε τότε, για εκείνη την εποχή και για το πώς ήσασταν εσείς τότε;
Θα μπορούσα να περάσω χρόνια να μιλάω για τον κοινό δρόμο που είχα με τον Leos Carax. Εκείνος με τράβηξε στις ταινίες. Εγώ δεν ήθελα να κάνω ταινίες. Η μόνη μου φιλοδοξία ήταν να γίνω ηθοποιός θεάτρου κι ακόμα αυτή είναι. Θέλω να εκφράζομαι με τις λέξεις και το σώμα μου. Δεν ξέρω γιατί μου ζήτησε τότε να κάνω κάτι άλλο. Πιστεύω πως είδε κάτι σε εμένα και με ώθησε στα άκρα μου και ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο. Τον ένιωθα σαν κάποιον μεγάλο αδερφό που μου άνοιξε έναν ολόκληρο κόσμο. Χάρη σε εκείνον έμαθα να οδηγώ μηχανή, να χρησιμοποιώ αλεξίπτωτο, γνώρισα τον David Bowie, μπόρεσα να χορέψω την μουσική του. Νιώθω πως είδε κάτι σε εμένα και μετά το έκανε μεγαλύτερο. Δεν νομίζω τον εαυτό μου ως ηθοποιό. Δεν νόμιζα ούτε και τότε τον εαυτό μου ως ηθοποιό.
Νομίζετε πως οι άνθρωποι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν; Παίζετε έναν ήρωα που επιθυμεί την αλλαγή από τον αλαζόνα Boris. Πιστεύετε σε μία ανώτερη δικαιοσύνη που υπερβαίνει τις ανθρώπινες πράξεις;
Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που έχουμε μέσα μας. Δεν πιστεύω σε οτιδήποτε έχει σχέση με κόμματα και ομάδες. Στο μόνο πράγμα που πιστεύω είναι στον άνθρωπο, ατομικά. Νομίζω πως πολύ συχνά ο άνθρωπος ξεχνιέται, ιδίως με τις ιεραρχίες που υπάρχουν αλλά πιστεύω στην αναρχία και θεωρώ πως ο άνθρωπος έχει πραγματική συναίσθηση του τι είναι καλό και τι είναι κακό και η συναίσθηση αυτή υπάρχει και στις σχέσεις. Πιστεύω πως μπορείς να ανταλλάσσεις πράγματα με άλλους ανθρώπους μέσω των βλεμμάτων, των λέξεων και ένα άτομο μπορεί να σου πει πολύ εύκολα πως πρέπει να σταματήσεις ή να σε ενθαρρύνει να συνεχίσεις. Δεν πιστεύω σε φύλακες αγγέλους αλλά πιστεύω στην καλοσύνη των ξένων που καθημερινά μπορούν να σου δείξουν, σε πολύ απλά πράγματα, στο μετρό ακόμα.
Όλο αυτό έχει να κάνει με την ομορφιά και την ποίηση της καθημερινής ζωής. Έχει να κάνει με το να είσαι ξύπνιος. Έχει να κάνει με το να έχεις μία συγκεκριμένη δύναμη. Η ποίηση υπάρχει παντού, ακόμα και στην σύγχρονη κοινωνία. Και εκεί είναι που έρχεται το σινεμά με την δύναμή του να συλλαμβάνει την ποίηση και να δημιουργεί μία εικόνα. Είναι κάτι που αισθάνεσαι στην ζωή. Και μια ικανότητα που έχεις να δέχεσαι όλα όσα σου δίνουν οι αισθήσεις σου ώστε να αναδημιουργήσεις μετά κάτι. Όχι να αφεθείς παθητικά απλά να σε αγγίξουν, αλλά να μπορείς να φτιάξεις κάτι από αυτό που λαμβάνεις. Έχει να κάνει και με το να βλέπεις τον κόσμο με έναν σχιζοφρενικό τρόπο. Είναι δύσκολο ίσως, γιατί ο κόσμος μας είναι σε μια δύσκολη κατάσταση, αλλά η ποίηση της ζωής έχει να κάνει με το να μπορείς να ακούς το θρόισμα των φύλλων και να καταλαβαίνεις τι σου λένε, να τα νιώθεις.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο MOVEIT Magazine.